- πλήμη
- η, ΝΜΑβλ. πλήμμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλήμη — flood tide fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλῆμαι — πλήμη flood tide fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμης — πλήμη flood tide fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμμη — και πλήμη, η, ΝΜΑ, και πλήσμη Α η πλημμυρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλήμη < θ. πλη τού πίμ πλη μι* + κατάλ. μη, ο τ. πλήσμη < θ. πλησ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ πλήσ θην), ενώ ο τ. πλήμμη κατ επίδραση του τ. πλημμυρίς] … Dictionary of Greek
πλήμας — πλήμᾱς , πλήμη flood tide fem acc pl πλήμᾱς , πλήμη flood tide fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Plemochoe — Thebanische Schwarzfirnis „Plemochoe“ aus Thespiai, um 550/525 v. Chr. Als Plemochoe, auch in der Schreibweise Plemochoë (altgriechisch πλημοχόη, von πλήμη für Anschwellen [in Bezug auf Gewässer] und χέω für gießen), ist eine umstrittene… … Deutsch Wikipedia
πλήσμη — ἡ, Α βλ. πλήμη … Dictionary of Greek
πλημαθήναι — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλησθῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη τού πίμ πλη μι* πιθ. κατ επίδραση των πλήμη, πλῆμα] … Dictionary of Greek
πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς … Dictionary of Greek
πλημοχόη — ἡ, Α αγγείο που χρησιμοποιούσαν κατά την τελευταία ημέρα τών Ελευσινίων Μυστηρίων («ἐν ᾗ δύο πλημοχόας πληρώσαντες, τὴν μὲν πρὸς ἀνατολάς, τὴν δὲ πρὸς δύσιν ἀνιστάμενοι, ἀνατρέπουσιν, ἐπιλέγοντες ῥῆσιν μυστικήν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήμη… … Dictionary of Greek